καταπορθμίας

καταπορθμίας
καταπορθμίας, ὁ (Α)
ανατολικός άνεμος που πνέει από τον πορθμό και ειδικώς από τον πορθμό τής σικελικής Μεσσήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ πορθμόν και σχηματισμένο κατά τα ονόματα ανέμων εις -ιας (πρβλ. ολυμπ-ίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταπορθμίας — καταπορθμίᾱς , καταπορθμίας an East wind masc acc pl καταπορθμίᾱς , καταπορθμίας an East wind masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”